- καρδαμύσσω
- καρδαμύσσω (Α)σκαρδαμύσσω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρδάμυσσε — καρδαμύσσω pres imperat act 2nd sg καρδαμύσσω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδαμύσσειν — καρδαμύσσω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδαμύττειν — καρδαμύσσω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμύσσω — ἀμύσσω και ττω (Α) 1. σχίζω, γρατσουνώ, κομματιάζω 2. κατασπαράζω, ξεσχίζω, κατακρεουργώ 3. (για κάθε ελαφρό και επιπόλαιο τραύμα που προκαλείται από οποιαδήποτε αιτία) κεντώ, τσιμπώ 4. ξεσχίζω από πόνο, θλίψη, θλίβω, κάνω να σπαράζει 5. Ιατρ.… … Dictionary of Greek